υπερφαλαγγίζω — υπερφαλαγγίζω, υπερφαλάγγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπερφαλαγγίζω — Ν 1. επεκτείνω το μέτωπο τής παράταξής μου ώστε να κυκλώσω τα άκρα τής εχθρικής παράταξης 2. περικυκλώνω 3. μτφ. υπερβαίνω, ξεπερνώ, παρακάμπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού υπερφαλαγγώ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
αντιπαρήκω — ἀντιπαρήκω (Α) 1. αντιπαρεκτείνομαι* 2. περικυκλώνω, υπερφαλαγγίζω … Dictionary of Greek
αντιπαραθέω — ἀντιπαραθέω (Α) 1. τρέχω εναντίον κάποιου από τα πλάγια, υπερφαλαγγίζω 2. τρέχω παράλληλα προς κάτι … Dictionary of Greek
υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… … Dictionary of Greek
υπερκερώ — ὑπερκερῶ, άω ΝΑ στρ. υπερφαλαγγίζω αρχ. μτφ. 1. (με τοπ. σημ.) εκτείνομαι πέρα από ένα σημείο 2. (για νερό) εκρέω με αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κέρας «πτέρυγα παράταξης στρατού ή στόλου»] … Dictionary of Greek
υπερφαλάγγιση — η / ὑπερφαλάγγησις, ήσεως, ΝΜΑ και υπερφαλαγγίωσις και ύπερφαλάγγωσις Α [υπερφαλαγγίζω / ὑπερφαλαγγῶ] η επέκταση τής φάλαγγας στρατιωτικής παράταξης για να κυκλωθούν τα άκρα τής εχθρικής, υπερκέραση, περικύκλωση (α. «η υπερφαλάγγιση τών εχθρικών… … Dictionary of Greek
υπερφαλαγγώ — έω, ΜΑ υπερφαλαγγίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φάλαγξ, γγος] … Dictionary of Greek